Σύμφωνα με τελευταίες έρευνες, οι 7 στους 10 ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη πάσχουν από αρτηριακή υπέρταση. Οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 έχουν έντονα διεγερμένο το σύστημα ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης και το σύστημα ενδοθηλίνης. Επιπλέον, έχουν χαμηλά επίπεδα κολπικών νατριουρητικών πεπτιδίων και υψηλές τιμές των AGEs (τελικά προϊόντα μη ενζυματικής γλυκοζυλίωσης), τα οποία συμβάλλουν στην εμφάνιση αρτηριακής υπέρτασης. Μάλιστα, τα τελευταία προκαλούν αγγειοσύσπαση, ενδοθηλιακή βλάβη και αορτική σκληρία. Η υπερινσουλιναιμία, μια κατάσταση που συνοδεύει το διαβήτη, αυξάνει την επαναρρόφηση Na, κάνοντας το 10-15% των διαβητικών να έχουν παραπάνω Na στο αίμα, ακόμη και όταν δεν έχουν επιπλοκές ή αυξημένη πίεση. Όσον αφορά τους διαβητικούς που παίρνουν ινσουλίνη, έρχονται και εκείνοι αντιμέτωποι πολλές φορές με την υπέρταση, καθώς η ινσουλίνη προκαλεί υπερτροφία των λείων μυϊκών ινών και κατακράτηση ύδατος και Νa, άρα μειωμένη νατριούρηση, αλλά υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις. Επιπλέον, οι περισσότεροι διαβητικοί ασθενείς εμφανίζουν ανθεκτική υπέρταση, δηλαδή εκείνη τη μορφή υπέρτασης που η χρήση τριών αντυπερτασικών φαρμάκων, μεταξύ των οποίων και ενός διουρητικού φαρμάκου στη μέγιστη δοσολογία, δεν επιφέρει το επιθυμητό θεραπευτικό αποτέλεσμα.
Από την άλλη, οι ασθενείς με υπέρταση έχουν 2,5 φορές παραπάνω πιθανότητες να εμφανίσουν σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Για κάθε αύξηση 20/10 mmHg με βάση εκκίνησης τα 115/75 mmHg, ο καρδιαγγειακός κίνδυνος διπλασιάζεται.
Ποιους στόχους θέτουμε; Κατ’ αρχάς, όταν ένας διαβητικός έχει 130-139 mmHg συστολική και 85-89 mmHg διαστολική, δίνουμε ένα χρονικό περιθώριο όπου θα κάνει αλλαγές στη διατροφή του, θα προσπαθήσει να χάσει βάρος εάν είναι υπέρβαρος ή παχύσαρκος και θα εντάξει την άσκηση στην καθημερινότητά του, ώστε να αποφευχθεί η περαιτέρω αύξηση της πίεσης. Σε περίπτωση, όμως, όπου έχει ήδη εγκατασταθεί μικροαγγειακή νόσος, είναι απαραίτητη η χορήγηση αντιυπερτασικών φαρμάκων. Εάν, λοιπόν, ο ασθενής εμφανίσει υπέρταση, ο γιατρός θα χρειαστεί να δώσει φάρμακα και συγχρόνως ο ασθενής προσπαθεί να ακολουθεί τις υγιεινοδιαιτητικές συμβουλές που του έχουν δοθεί. Οι στόχοι της αρτηριακής πίεσης είναι <140/90 mmHg ή <140/85 mmHg. Περαιτέρω μείωση <130 mmHg για τη συστολική και <80 mmHg για τη διαστολική φαίνεται να έχει όφελος μόνο για τους νέους, σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, άτομα που έχουν αμφιβληστροειδοπάθεια, αλβουμινουρία και άτομα που έχουν πάθει μη θανατηφόρο αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Μάλιστα, μια μελέτη έδειξε πως ο στόχος της συστολικής πίεσης να φτάσει <130 mmHg μειώνει μόνο τα εγκεφαλικά επεισόδια, ενώ δεν μειώνονται τα συμβάματα που σχετίζονται με τους νεφρούς, την καρδιά και τον αμφιβληστροειδή. Επιπλέον, είναι κατανοητό πως για να επιτευχθεί ο χαμηλός αυτός στόχος αυξάνονται και οι επιπτώσεις ανεπιθύμητων παρενεργειών, όπως είναι η υπερκαλαιμία, η συμπτωματική υπόταση και οι καρδιακές αρρυθμίες.